Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουγάδα η [buγáδa] Ο25α : το σύνολο των εργασιών που αφορούν το πλύσιμο των ρούχων ιδίως με τα χέρια: H νοικοκυρά έχει / βάζει ~. || (επέκτ.) για τα πλυμένα ρούχα: ~ απλωμένη στον ήλιο για να στεγνώσει.
[παλ. ιταλ. ή βεν. bugada]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουγάδα η.
-
- α) Πλύσιμο των ρούχων, μπουγάδα:
- (Μπερτολδίνος 166)·
- β) (συνεκδ.) τα πλυμένα ρούχα:
- ο ήλιος στεγνώνει χίλιες μπουγάδες (αυτ).
[<βεν. bugada. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Πλύσιμο των ρούχων, μπουγάδα: