Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μποστάνι το [bostáni] Ο44 : χωράφι φυτεμένο με καρπούζια, με πεπόνια ή με λαχανικά.
[τουρκ. bostan (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μποστάνι το.
-
- Λαχανόκηπος:
- εις το μποστάνι της αγίας Σοφίας (Ον. πυλ. Κων/π. 408).
[<τουρκ. bostan. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Λαχανόκηπος: