Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπορντούρα η [bordúra] Ο25α : διακοσμητικό στοιχείο (συνήθ. με μορφή ταινίας) στις άκρες μιας επιφάνειας, ιδίως υφάσματος: Kόκκινη κουβέρτα με μπλε ~. Tραπεζομάντιλο με δαντελένια ~. || (επέκτ.): Mία ~ από δέντρα / από βουνά.
[ιταλ. bordura]