Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπορ
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπορ το [bór] Ο (άκλ.) : το τμήμα του καπέλου που προεξέχει κυκλικά: Πλατύ / στενό ~. Φοράει το καπέλο με το ~ κατεβασμένο ως τα μάτια.

[λόγ. < γαλλ. bord]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόρα η [bóra] Ο25α : 1α. ξαφνική και δυνατή βροχή που διαρκεί λίγο: Άγρια / τροπική / καλοκαιρινή ~. Πιάνει / αρχίζει / ξεσπάει ~. β. θύελλα, καταιγίδα: Mείναμε στη σπηλιά, όσο κρατούσε η ~. 2. (μτφ.) α. για ξαφνικό και μεγάλο κακό, συνήθ. παροδικό: Kρύφτηκε, ώσπου να περάσει η πρώτη ~. Tον βρήκε μεγάλη ~. (έκφρ.) ~ είναι (και) θα περάσει, για να ενθαρρύνουμε κπ. που περνά δυσκολίες. όποιον πάρει η ~, σε όποιον συμβεί το κακό. β. (πληθ.) βάσανα, ταλαιπωρίες: Πέρασε πολλές μπόρες στη ζωή του.

[αντδ. < βεν. bora `βορειοανατολικός άνεμος στην Aδριατική, μπουρίνι΄ (πρβ. μπουρίνι) < λατ. boreas < αρχ. βορέας `βοριάς΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μπορεζάμενος, μπορεζόμενος, μτχ.,
βλ. ημπορώ.
[Λεξικό Κριαρά]
μπορεμένος, μπορεσάμενος, μτχ.,
βλ. ημπορώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόρεση η [bóresi] Ο32α : (λογοτ.) η δύναμη ή η δυνατότητα κάποιου.

[μπορε- (μπορώ) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
μπόρεσις ‑ση η,
βλ. ημπόρεση.
[Λεξικό Κριαρά]
μπορετός, επίθ.,
βλ. ημπορετός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπορετός -ή -ό [boretós] Ε1 : (λογοτ.) δυνατός, κατορθωτός: Είναι μπορετό κτ., είναι δυνατό να γίνει.

[μσν. μπορετός < εμπορετός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπορε- (εμπορώ > μπορώ) -τός]

[Λεξικό Κριαρά]
μποριζάμενος, (μ)ποριζόμενος, μτχ.,
βλ. ημπορώ.
[Λεξικό Κριαρά]
μπορίνα η· μπουρίνα· πουρίνα.
  • (Ναυτ.) κινητό σκοινί που το ένα άκρο του συνδέεται με τα πλαϊνά γραντιά των τετράγωνων πανιών, ενώ το άλλο είναι ελεύθερο και με το χειρισμό του διευκολύνεται η «εγγυτάτη (ιστιοδρομία)», κοιν. τόκα-μπουρίνα, δηλ. η πορεία στην κατεύθυνση του ανέμου (λογ. ονομασία πλαγιαστήρ):
    • μπορίνες θέλουν να είναι μακρίες (Καραβ. 4931).

[<βεν. borina. Ο τ. μπου‑ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες