Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μποξέρ ο [boksér] Ο (άκλ.) : ο πυγμάχος.
[λόγ. < γαλλ. boxeur]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπόξερ 1 το [bókser] Ο (άκλ.) : ράτσα σκυλιών.
[λόγ. < γερμ. Boxer ή μέσω του αγγλ. boxer]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπόξερ 2 το : ανδρικό εσώρουχο· σώβρακο.
μποξεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. boxer shorts (με αποβ. της δεύτερης λ.)]