Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μποξ το [bóks] Ο (άκλ.) : η πυγμαχία: Aγώνας ~. Γάντια του ~. Ερασιτεχνικό / επαγγελματικό ~.
[γαλλ. box < αγγλ. box `χτύπημα με τη γροθιά΄ κατά τη σημ. της λ. boxing (για το άθλημα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μποξάς ο [boksás] & μποχτσάς ο [boxtsás] Ο1 : (λαϊκότρ.) χοντρό σάλι συνήθ. σκούρο.
[τουρκ. bokça, bohça -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μποξέρ ο [boksér] Ο (άκλ.) : ο πυγμάχος.
[λόγ. < γαλλ. boxeur]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπόξερ 1 το [bókser] Ο (άκλ.) : ράτσα σκυλιών.
[λόγ. < γερμ. Boxer ή μέσω του αγγλ. boxer]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπόξερ 2 το : ανδρικό εσώρουχο· σώβρακο.
μποξεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. boxer shorts (με αποβ. της δεύτερης λ.)]