Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπονάτσα η· μπονάτσια· μπουνάτσα.
-
- Άπνοια, γαλήνη της θάλασσας:
- από την μπονάτσια δεν μπορεί (ενν. το ξύλο) να σιμώσει εις καμίαν γην (Διήγ. πανωφ. 59).
[<βεν. bonazza· ο τ. ‑ια <ιταλ. bonaccia. Ο τ. μπου‑ και η λ. στο Somav. (‑τζ‑) και σήμ.]
- Άπνοια, γαλήνη της θάλασσας: