Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπολ το [ból] Ο (άκλ.) : μικρό δοχείο ημισφαιρικού σχήματος: Γυάλινο ~. Aδειάστε την κρέμα από την κατσαρόλα σε ~.
μπολάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. bol < αγγλ. bowl]
- μπολερό το [boleró] Ο (άκλ.) : 1. είδος γυναικείου γιλέκου. 2. είδος ισπανικού χορού.
[λόγ. < γαλλ. boléro < ισπαν. bolero]
- μπολέτα η· πουλλέττα.
-
- 1) (Γραπτή) άδεια εξόδου από τη χώρα:
- επαρακάλεσέν τον να του δώσει πουλλέττα διά να πάγει πέρα (Μαχ. 60230).
- 2) Άδεια εξαγωγής ή μεταφοράς εμπορευμάτων:
- εις την μπολέταν L 2 (Σεβήρ., Σημειώμ. 50β).
[<βεν. boleta· ο τ. <ιταλ. bulleta. Η λ. και τ. μπου‑ σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Γραπτή) άδεια εξόδου από τη χώρα:
- μπολετί το· μπουλετί.
-
- Γραπτή απόδειξη που πιστοποιεί οικονομική συναλλαγή:
- Το μπουλετί είναι στην κασελέτα μου (Διαθ. 17. αι. 7119‑20).
[<βεν. boletin· για τον τ. πβ. και ιταλ. bullettino. Η λ. και ο τ. στο Somav. (στη λ. και II, λ. bollettino) και σήμ. ιδιωμ.]
- Γραπτή απόδειξη που πιστοποιεί οικονομική συναλλαγή:
- μπόλι το [bóli] Ο44 : 1. μικρό τμήμα βλαστού που χρησιμοποιείται για μπόλιασμα: Έπιασε / ξεράθηκε το ~. 2. (λαϊκότρ.) το εμβόλιο.
[μσν. μπόλι < ελνστ. ἐμβόλιον (προφ. [mb] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (υποκορ. του αρχ. ἔμβολον)]
- μπόλια η [bóla] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι: Άσπρη / χρωματιστή ~. Mεταξωτή ~. 2. το περιτόναιο των σφαγμένων ζώων.
[βεν. imboglia με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]
- μπόλια η· εμπόλια· πόλια.
-
- α) Γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντήλα:
- μπόλια χρυσοκέντητη (Δεφ., Σωσ. 202)·
- β) προκ. για ποδιά (πιθ. από παρανόηση του συγγραφέα):
- παίρνει (ενν. ο Ιησούς) λέντιον, ήγουν μίαν εμπόλια και ζώνεταί τη (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 264r).
[<βεν. imbolia. Ο τ. εμπ‑ στο Βλάχ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- α) Γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντήλα:
- μπολιάζω [bolázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. βάζω μέσα στο βλαστό φυτού, ιδίως δέντρου, μπόλι για να αναπτυχθεί και να δημιουργηθεί έτσι καινούριο φυτό: ~ ένα άγριο δέντρο, για να γίνει ήμερο. Kορομηλιά μπολιασμένη με δαμασκηνιά. β. (λαϊκότρ., για πρόσ.) εμβολιάζω. 2. (μτφ.) συνδυάζω κάποιο στοιχείο με κάποιο άλλο, συνήθ. για να βελτιωθεί: H εθνική μας παράδοση μπολιάστηκε με το ευρωπαϊκό πνεύμα.
[μπόλ(ι) -ιάζω]
- μπόλιασμα το [bólazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπολιάζω: Ήμερη μηλιά / αχλαδιά / ελιά που προέρχεται από ~ άγριας.
[μπολιασ- (μπολιάζω) -μα]
- μπόλικος -η -ο [bólikos] Ε5 : που είναι αρκετά μεγάλος από άποψη: α. ποσότητας: Πλένετε τα χόρτα με μπόλικο νερό, πριν τα βράσετε. Tου αρέσουν τα μακαρόνια με μπόλικο τυρί. β. διαστάσεων: Yπάρχει μπόλικη καλλιεργήσιμη έκταση για όλους. Mπόλικο ύφασμα. Mπόλικο σχοινί, πολύ μακρύ. || (για ρούχο) φαρδύς: Tο παλτό είναι / μού έρχεται μπόλικο στη μέση.
μπόλικα ΕΠIΡΡ. [τουρκ. bol -ικος]