Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μποέμ ο [boém] Ο (άκλ.) θηλ. μποέμισσα [boémisa] Ο27α : άνθρωπος που ζει εύθυμη και ανέμελη ζωή αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συμβατικότητες.
[λόγ. < γαλλ. bohème· λόγ. μποέμ -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μποέμικος -η -ο [boémikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον μποέμ: Mποέμικη ζωή.
μποέμικα ΕΠIΡΡ. [μποέμ -ικος]
[Λεξικό Κριαρά]
- Μποέμιος ο· Ποέμιος.
-
— Βλ. και Μποέμος.
- Ο κάτοικος της Βοημίας:
- (Κορων., Μπούας 89).
[<ιταλ. Boemo αναλογ. με εθν. σε ‑ιος]
- Ο κάτοικος της Βοημίας:
[Λεξικό Κριαρά]
- Μποέμος ο.
-
— Βλ. και Μποέμιος.
- Ο κάτοικος της Βοημίας:
- (Χρον. σουλτ. 778).
[<ιταλ. Boemo]
- Ο κάτοικος της Βοημίας: