Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπλόφα η [blófa] Ο25α : ενέργεια ή γενικά εκδήλωση που κάνει κάποιος, για να δημιουργήσει στον αντίπαλό του ψεύτικη εντύπωση για τις αληθινές προθέσεις ή δυνατότητές του: Kάνω ~, μπλοφάρω.
[γαλλ. bluff (προφ. [blἔf] ) -α < αγγλ. bluff]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπλοφάρω [blofáro] Ρ6α : ενεργώ έτσι, ώστε να δημιουργηθεί στον αντίπαλό μου ψεύτικη εντύπωση για τις αληθινές προθέσεις ή δυνατότητές μου· κάνω μπλόφα: ~ στα χαρτιά / στις διαπραγματεύσεις.
[μπλόφ(α) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]