Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλοκάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλοκάρω [blokáro] -ομαι Ρ6 : 1. κυκλώνω ή γενικά αποκλείω ένα χώρο, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής ή επικοινωνίας με αυτόν: ~ ένα σπίτι / δρόμο / χωριό / κάστρο. H αστυνομία μπλοκάρισε την περιοχή και έπιασε τον κλέφτη. ~ κπ., μπλοκάρω το χώρο όπου αυτός βρίσκεται. 2α. διακόπτω ή εμποδίζω την εξέλιξη μιας διαδικασίας: ~ μια συζήτηση / μια απόφαση. Συμφέροντα που μπλοκάρουν την κοινωνική πρόοδο. ~ τις πιστώσεις / τις πληρωμές, ώστε να μη γίνονται. ~ τις τιμές / τους μισθούς, ώστε να μένουν σταθεροί. ~ τις καταθέσεις, τις δεσμεύω. ~ την κίνηση / την κυκλοφορία σ΄ ένα δρόμο, τη διακόπτω. β. ακινητοποιώ: ~ την πόρτα / το παράθυρο / τη ρόδα. || (ιδ. για μηχάνημα) σταματώ να λειτουργώ, ιδίως λόγω κακής χρήσης: Mπλοκάρουν οι τηλεφωνικές γραμμές / τα φρένα του αυτοκινήτου. 3. προκαλώ σε κπ. έντονο συναίσθημα, με αποτέλεσμα την προσωρινή διαφοροποίηση των αντιδράσεών του: Είμαι / αισθάνομαι μπλοκαρισμένος.

[ιταλ. bloccar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες