Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλα μπλα
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλα μπλα το [blablá] Ο (άκλ.) : (οικ.) λόγια πολλά και χωρίς περιεχόμενο.

[λόγ. < γαλλ. bla-bla & μέσω του αγγλ. blaa-blaa]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλαβίζω [blavízo] Ρ2.1α μππ. μπλαβισμένος : γίνομαι μπλάβος: Mπλάβισε από το κρύο. || κάνω κτ. μπλάβο.

[μπλάβ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μπλάβος, επίθ.· πλάβος.
— Βλ. και βένετος.
  • Βαθυγάλαζος, σκούρος μπλε:
    • πτερά … μπλάβα (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1323 χφ κριτ. υπ.
    • λούλουδο … μπλάβο (Ερωτόκρ. Δ́ 1894).

[<παλαιότ. βεν. blavo. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλάβος -α -ο [blávos] Ε4 : που έχει σκούρο μπλε ή μελανί χρώμα: Mπλά βα σύννεφα. Xέρια μπλάβα από το κρύο, μελανιασμένα. || (ως ουσ.) το μπλάβο, το μπλάβο χρώμα.

[παλ. ιταλ. blavo ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπλαγκέτο το.
  • Ψιμύθιο, λευκό φτιασίδι (από ανθρακικό μόλυβδο) που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να λευκαίνουν την επιδερμίδα του προσώπου τους:
    • μ’ έπεψες, κερά, … για το μπλαγκέτο … στο σπλετσερειό (Φορτουν. Έ 12).

[<παλαιότ. ιταλ. ή βεν. *blanchet(t)o (νεότ. bia). Τ. πλα‑ και πια‑ σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange (λ. κέ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλαζέ [blazé] Ε (άκλ.) : (για πρόσ.) που τα αισθήματα και τα συναισθήματά του έχουν χάσει την έντασή τους, που τίποτα δεν τον συγκινεί: Ένας τύπος ~. Ύφος άβουλο, αδιάφορο κι αρκετά ~. || (ως ουσ.): Kάνει / παριστάνει τον ~.

[λόγ. < γαλλ. blasé]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλακ άουτ το [blák áut] Ο (άκλ.) : 1. (τεχνολ.) γενική διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος λόγω βλάβης. 2. (μτφ.) για οτιδήποτε σταματήσει ξαφνικά και ιδίως για την προσωρινή διακοπή του λογικού ειρμού ή της σκέψης κάποιου: Ο ομιλητής έπαθε ~ και δεν ολοκλήρωσε την ομιλία του.

[λόγ. < αγγλ. blackout]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλακ εν ντέκερ το [blákendéker] Ο (άκλ.) : το ηλεκτρικό τρυπάνι.

[λόγ. < αγγλ. Black and Decker σήμα κατατ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλακ τζακ το [blák dzák] Ο (άκλ.) : χαρτοπαίγνιο γνωστό ως εικοσιένα.

[λόγ. < αγγλ. blackjack]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλακ χιούμορ το [blák xúmor] Ο (άκλ.) : χιούμορ που το χαρακτηρίζει η χρήση μακάβριων αστείων· το μαύρο χιούμορ.

[λόγ. < αγγλ. black humor]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες