Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπλέντερ το [blénder] Ο (άκλ.) : ηλεκτρική συσκευή μέσα στην οποία πολτοποιούν ή κόβουν υλικά που προορίζονται για την παρασκευή φαγητών ή γλυκισμάτων.
[λόγ. < αγγλ. blender]