Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπιντές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιντές ο [bidés] Ο13 : μικρή λεκάνη, συνήθ. από πορσελάνη, μόνιμα τοποθετημένη στο δάπεδο του λουτρού, η οποία χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των απόκρυφων μερών του σώματος.

[γαλλ. bidet ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες