Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιλιέτο το [biléto] Ο39 : (παρωχ.) 1. η κάρτα ή το επισκεπτήριο κάποιου. 2. πρόχειρο και σύντομο γράμμα: Στέλνω σε κπ. ένα ~.
μπιλιετάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 2. [ιταλ. biglietto]