Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπιλιάρδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιλιάρδο το [bilárδo] Ο39 : παιχνίδι που παίζεται επάνω σε ειδικά διαμορφωμένο τραπέζι με ειδικές μπίλιες που τις χτυπούν με ένα λεπτό ραβδί: Παίζουν ~. Mια παρτίδα ~. H στέκα του μπιλιάρδου. Γαλλικό / αμερικάνικο ~. || σφαιριστήριο: Συχνάζει στα μπιλιάρδα.

[ιταλ. bigliardo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες