Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιλιάρδο το [bilárδo] Ο39 : παιχνίδι που παίζεται επάνω σε ειδικά διαμορφωμένο τραπέζι με ειδικές μπίλιες που τις χτυπούν με ένα λεπτό ραβδί: Παίζουν ~. Mια παρτίδα ~. H στέκα του μπιλιάρδου. Γαλλικό / αμερικάνικο ~. || σφαιριστήριο: Συχνάζει στα μπιλιάρδα.
[ιταλ. bigliardo]