Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπικίνι το [bikíni] Ο (άκλ.) : γυναικείο μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια, από τα οποία το ένα καλύπτει το στήθος και το άλλο τα απόκρυφα μέρη του σώματος· (πρβ. ντε πιες): Ένα πολύ τολμηρό ~.
[γαλλ. bikini (σήμα κατατ.) < αγγλ. τοπων. Bikini (όν. νησιού του Ειρηνικού όπου έγινε δοκιμή ατομικής βόμβας) με προσαρμ. στον αγγλ. τον.]