Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιζού το [bizú] Ο (άκλ.) : γυναικείο κόσμημα: Kατάστημα με ~ και καλλυντικά. Ήταν φορτωμένη με πανάκριβα ~.
μπιζουδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. bijou· μπιζ(ού) -ουδάκι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιζουτιέρα η [bizutxéra] Ο25α : είδος θήκης, ιδίως μικρό κουτί, μέσα στην οποία οι γυναίκες βάζουν τα κοσμήματά τους.
[γαλλ. bijoutière `γυναίκα που πουλάει μπιζού, επιχείρηση που κατασκευάζει μπιζού΄ με ταύτιση προς το επίθημα -ιέρα]