Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιζουτιέρα η [bizutxéra] Ο25α : είδος θήκης, ιδίως μικρό κουτί, μέσα στην οποία οι γυναίκες βάζουν τα κοσμήματά τους.
[γαλλ. bijoutière `γυναίκα που πουλάει μπιζού, επιχείρηση που κατασκευάζει μπιζού΄ με ταύτιση προς το επίθημα -ιέρα]