Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιζέλι το [bizéli] Ο44 : γενική ονομασία σειράς ψυχανθών καθώς και ο καρπός τους, ο οποίος τρώγεται μαγειρεμένος· (πρβ. αρακάς).
[ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιζελιά η [bizelá] Ο24 : ποώδες φυτό που καρπός του είναι το μπιζέλι.
[μπιζέλ(ι) -ιά]