Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπεϊλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπεϊλίκι το.
  • Οθωμανικό κρατικό καράβι, εξοπλισμένο από το μπέη μιας περιοχής:
    • ο βιζίρης … εμήνυσε να μπούνε στα μπεϊλίκια ο λαός (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5054).

[<τουρκ. beylik (gemi). Η λ. με διαφορ. σημασ. στο Somav. και σήμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες