Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεχλιβάνης ο [bexlivánis] & πεχλιβάνης ο [pexlivánis] Ο11 : (λαϊκότρ.) 1. αυτός που σε δημόσιες, συνήθ. υπαίθριες, παραστάσεις, επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για βιοπορισμό. 2. για άνθρωπο δυνατό ή παλικαρά.
[τουρκ. pehlivan (από τα περσ.) -ης & ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπεχλιβάνης ο,
- βλ. πεχλιβάνης.