Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπερντάχι το [berdáxi] & μπερντάκι το [berdá
i] Ο44 : (οικ.) ο ξυλοδαρ μός: Ένα (γερό) ~ (ξύλο), για μεγάλο ξυλοδαρμό. [τουρκ. perdah `γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα΄ -ι (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα)· παρετυμ. -άκι]