Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπερεκέτι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπερεκέτι το [berekéti] & μπερκέτι το [berkéti] Ο44 : (λαϊκότρ.) αφθονία υλικών αγαθών και ιδίως καλή σοδειά.

[τουρκ. bereket -ι· μπερεκέτι > μπερικέτι και συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε [r] και σύμφ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go