Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπερές ο [berés] Ο13 & μπερέ το [beré] Ο (άκλ.) : χαμηλό καπέλο, χωρίς γείσο, κατασκευασμένο από μαλακό μάλλινο ύφασμα: Aντρικός / γυναικείος ~. Στρατιωτικός ~.
μπερεδάκι το YΠΟKΟΡ. [γαλλ. béret -ς· λόγ. < γαλλ. béret]