Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεντένι το [bendéni] Ο44 : 1. (παρωχ.) το τείχος και ιδίως η έπαλξη. 2. (ναυτ.) σκοινί με το οποίο δένουν το πλοίο στην προκυμαία.
[τουρκ. beden `τείχος κάστρου΄ -ι]