Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεμπέκα η [bebéka] Ο25α : (οικ.) για μωρό θηλυκού γένους ή για μικρό κορίτσι, κυρίως πριν του δώσουν όνομα: Παριστάνει την μπεμπέκα, για σχετικά μεγάλη κοπέλα που φέρεται σαν μικρό κορίτσι. || (επέκτ.) για ανώριμη γυναίκα.
[τουρκ. bebek -α]