Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεμπέ [bebé] Ε (άκλ.) : που έχει σχέση με μωρά: Είδη / ρούχα ~. || μωρουδίστικος: Έχει ένα ~ πρόσωπο.
[λόγ. < γαλλ. bébé]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεμπεδίστικος -η -ο [bebeδístikos] Ε5 : (οικ.) που έχει σχέση με μωρά, που ταιριάζει ή που θα ταίριαζε σε μωρό: Mπεμπεδίστικα ρουχαλάκια. Έχει μια μπεμπεδίστικη φάτσα.
μπεμπεδίστικα ΕΠIΡΡ: Aκόμη φέρεται ~. [μπεμπεδ- (μπεμπές) -ίστικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεμπέκα η [bebéka] Ο25α : (οικ.) για μωρό θηλυκού γένους ή για μικρό κορίτσι, κυρίως πριν του δώσουν όνομα: Παριστάνει την μπεμπέκα, για σχετικά μεγάλη κοπέλα που φέρεται σαν μικρό κορίτσι. || (επέκτ.) για ανώριμη γυναίκα.
[τουρκ. bebek -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεμπεκίζω [bebekízo] Ρ2.1α : (οικ., ιδίως για κοπέλα ή για γυναίκα) συμπεριφέρομαι όπως το μικρό κορίτσι.
[μπεμπέκ(α) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπέμπελη η [bébeli] Ο32α : (λαϊκότρ.) η ιλαρά. ΦΡ βγάζω την ~, ζεσταίνομαι πολύ.
[σλαβ. pepel `στάχτη΄ -η (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] και προχωρ. αφομ. [b-p > b-b] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεμπές ο [bebés] Ο13 : (οικ.) μπέμπης. (έκφρ.) υπερφυσικός ~, για νέο άνθρωπο, συνήθ. ευτραφή, που η εμφάνιση και η συμπεριφορά του θυμίζουν μωρό.
[λόγ. < γαλλ. bébé -ς]