Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπεζεστένι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζεστένι το [bezesténi] Ο44 : γενική ονομασία για στεγασμένη αγορά σε τουρκικές ή αραβικές πόλεις.

[μσν. μπεζεστένι(ν) < τουρκ. bezesten `αγορά υφασμάτων΄ (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπεζεστένι το· μπεζεστένιν· πεζεστάνιον· πεζεστένι.
  • Κλειστή, σκεπαστή αγορά πολύτιμων εμπορευμάτων (κυρίως υφασμάτων, κοσμημάτων, κλπ.):
    • βεστιοπρατήριον … περσιστί πεζεστάνιον (Δούκ. 42710
    • καίγουνται … όλοι οι καζάζηδες τρογύρου το μπεζεστένι (Συναδ. φ. 40v).

[<τουρκ. bezesten. Ο τ. ‑ά‑ <περσ. - τουρκ. bezestan (Mor. II 249). Ο τ. π‑ στο Meursius (‑η). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες