Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαϊράκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαϊράκι το [b(ai)ráki] Ο44 : (λαϊκότρ.) σημαία, ιδίως πολεμική· (πρβ. παντιέρα): Aνέμιζαν τα κόκκινα μπαϊράκια πάνω από το τούρκικο φουσάτο. || η πολεμική σημαία ενός στρατιωτικού ηγέτη και με επέκταση το στρατιωτικό του σώμα: Πάω με το ~ κάποιου, κατατάσσομαι στο στρατιωτικό του σώμα και με επέκταση εντάσσομαι στην παράταξή του, γίνομαι οπαδός του. ΦΡ σηκώνω (δικό μου) ~, απειθαρχώ ή επαναστατώ.

[τουρκ. bayrak ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες