Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαϊλντίζω [baildízo] Ρ2.1α μππ. μπαϊλντισμένος : (οικ.) κουράζομαι πολύ, σωματικά ή ψυχικά, αισθάνομαι ότι εξαντλήθηκε η αντοχή μου: Mπαΐλντισα από τη δουλειά / από τα βάσανα.
[τουρκ. bayιld(ι) γ' εν. αορ. του ρ. bayιlmak `λιποθυμώ΄ -ίζω]