Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαχάρι το [baxári] Ο44 : 1. είδος μπαχαρικού· ινδικό πιπέρι. 2. (συνήθ. πληθ.) οποιοδήποτε είδος μπαχαρικού.
[τουρκ. bahar `μπαχαρικά΄ -ι (από τα περσ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαχαρικό το [baxarikó] Ο38 : γενική ονομασία για προϊόντα που προέρχονται από ορισμένα φυτά των θερμών χωρών, έχουν αρωματική οσμή ή πικάντικη γεύση και χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως καρυκεύματα· (πρβ. μυρωδικό): Kανέλα, πιπέρι, μοσχοκάρυδο και άλλα μπαχαρικά. Mαγειρεύει με πολλά μπαχαρικά.
[μπαχάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]