Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαφιάζω [bafxázo] Ρ2.1α μππ. μπαφιασμένος* : (οικ.) αισθάνομαι άσχη μα, δυσανασχετώ για ορισμένη κατάσταση ή ενέργεια που συνεχίζεται: Mπάφιασε από το διάβασμα και πήγε να κάνει μια βόλτα.
[ιταλ. (διαλεκτ.) baf(a) `βαριά ατμόσφαιρα, δύσπνοια΄ -ιάζω]