Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπατσίζω [batsízo] Ρ2.1α : χτυπώ κπ. στο μάγουλο με την παλάμη· χαστουκίζω.
[μπάτσ(ος) 1 -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπατσίζω· πατσίζω.
-
- Ραπίζω:
- τον επάτσισαν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. κς’ 67).
[<ουσ. μπάτσος + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. (‑τζί‑) και σήμ.]
- Ραπίζω: