Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπατιρίζω [batirízo] Ρ2.1α μππ. μπατιριμένος : (οικ.) γίνομαι μπατίρης, χάνω τα χρήματά μου, καταστρέφομαι οικονομικά.
[μπατίρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. μπατιρισ- < τουρκ. batιr `βυθίζω΄ -ω]