Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαστούνι το [bastúni] Ο44 : 1. ραβδί με ημικυκλική λαβή που συνήθ. το χρησιμοποιούν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι για να στηρίζονται ή για να βαδίζουν: Ο παππούς στέκεται / βαδίζει ακουμπώντας στο ~ του. || Tο ~ των τυφλών, ειδικό ραβδί με το οποίο αυτοί ελέγχουν την επιφάνεια του εδάφους όπου κινούνται. 2. ονομασία αντικειμένων που μοιάζουν με μπαστούνι: Tο ~ του γκολφ. 3. μία από τις τέσσερις σειρές των φύλλων της τράπουλας που έχει ως διακριτικό γνώρισμα τη σχηματοποιημένη αιχμή ακοντίου· πίκα 2: Ρήγας / βαλές / ντάμα / δέκα / άσος ~. ΦΡ φάντης* ~. τα βρίσκω μπαστούνια, συναντώ απροσδόκητες ή ανυπέρβλητες δυσκολίες. 4. (ναυτ.) δοκάρι που προεξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων, πάνω στο οποίο στερεώνεται ο φλόκος.
μπαστουνάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1. μπαστούνα η MΕΓΕΘ ιδίως στη σημ. 1. μπαστουνάρα η MΕΓΕΘ ιδίως στη σημ. 1. [ιταλ. baston(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [n] )· μπαστούν(ι) μεγεθ. -α, -άρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαστουνιά η [bastuná] Ο24 : χτύπημα με μπαστούνι.
[μπαστούν(ι) -ιά]