Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπασταρδικός, επίθ.· ουδ. μπαστάρδικον· παστάρδικο(ν).
-
- Νόθος, όχι γνήσιος:
- εν τῳ μπασταρδικῴ γένει (Σφρ., Χρον. 18215).
- Το ουδ. ως ουσ. = νόθο παιδί, μπάσταρδο:
- της κούρβης … το μπαστάρδικον (Σπαν. (Ζώρ.) V 605).
[<ουσ. μπάσταρδος + κατάλ. ‑ικός. Το ουδ. ‑άρδικον, καθώς και τ. ‑άρδικος στο Somav. και σήμ.]
- Νόθος, όχι γνήσιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαστάρδικος -η -ο [bastárδikos] Ε5 : 1. (υβρ. για πρόσ.) νόθος. || (ως ουσ.) το μπαστάρδικο, το νόθο παιδί. 2. (σπάν., για πργ.) μπασταρδεμένος.
[μσν. *μπαστάρδικος (πρβ. μσν. μπαστάρδικον) < μπάσταρδ(ος) -ικος]