Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαρούτι το [barúti] Ο44 & (σπάν.) μπαρούτη η [barúti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : εκρηκτική ύλη, συνήθ. υπό μορφή σκόνης, που γίνεται από νίτρο, άνθρακα και θειάφι· πυρίτιδα. ΦΡ έφαγε το ~ με τη χούφτα, πήρε μέρος σε πολλές μάχες. μυρίζει / βρομάει ~, διαγράφεται κίνδυνος, προμηνύεται φασαρία, καβγάς: Πάμε να φύγουμε, εδώ βρομάει ~. γίνομαι ~, θυμώνω πολύ. κάνω κπ. ~, τον κάνω να θυμώσει πολύ. είναι κτ. ~, είναι πολύ καυτερό, κυρίως από μπαχαρικά.
[μσν. *μπαρούτιν (πρβ. μσν. παρούτιν) αντδ. < τουρκ. barut -ι < ελνστ. πυρῖτις (λίθος) `τσακμακόπετρα΄· μεταπλ. σε θηλ. με βάση την όμοια προφ. της κατάλ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαρούτι το· παρούτιν.
-
- Πυρίτιδα, μπαρούτι· (εδώ) ζάχαρη σε σκόνη:
- έψηννεν το παρούτιν και επολόμαν κόλλαν και έψηννεν τον ζάχαρην (Μαχ. 65618). [αντιδ. <αραβ. - τουρκ. barut <ελλην. πυρίτις. Ο τ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Πυρίτιδα, μπαρούτι· (εδώ) ζάχαρη σε σκόνη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαρουτιάζω [barutxázo] Ρ2.1α μππ. μπαρουτιασμένος : (προφ.) θυμώ νω ξαφνικά και έντονα ή κάνω κπ. να θυμώσει πολύ.
[μπαρούτ(ι) -ιάζω]