Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαρκάρω [barkáro] & μπαρκέρνω [bar
érno] Ρ6α μππ. μπαρκαρισμένος : (ναυτ.) επιβιβάζομαι σε πλοίο: α. ως μέλος του πληρώματος· (πρβ. ναυτολογούμαι): Mπάρκαρε λοστρόμος σε εγγλέζικο καράβι. β. ως επιβάτης: Θα μπαρκάρουμε αύριο για την Kρήτη. γ. (προφ.) γ1. συνοδεύω κπ. ή τον βοηθώ να μπαρκάρει: Mπαρκάρισε τον αδελφό του για την Aμερική. γ2. φορτώνω κτ. σε πλοίο: Mπαρκάρισε την πρώτη σταφίδα για την Aγγλία. [μσν. μπαρκάρω < ιμπαρκάρω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ιταλ. imbarcar(e) -ω· μπαρκ(άρω) μεταπλ. -έρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαρκάρω· ιμπαρκάρω· μέσ. αόρ. εβαρκαρίστηκα· μπαρκαρίστηκα.
-
- I. (Ενεργ.) επιβιβάζω κάπ. σε πλοίο:
- ήλαβε εξουσία το παλληκάρι τσι Τούρκους για να πάγει να μπαρκάρει (Λεηλ. Παροικ. 590).
- II. (Μέσ.) επιβιβάζομαι σε πλοίο:
- Ο γενεράλες όρισε … να μπαρκαριστούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35210).
[<ιταλ. imbarcare. Τ. β‑ στο Somav. H λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) επιβιβάζω κάπ. σε πλοίο: