Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαρ
60 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρ 1 το [bár] Ο (άκλ.) : 1. κατάστημα ή χώρος όπου σερβίρονται ποτά, συνήθ. οινοπνευματώδη, ενώ οι πελάτες στέκονται όρθιοι ή κάθονται: Ο μακρόστενος πάγκος του ~. Kαφενεία, ~ και άλλα κέντρα. Tο ~ του ξενοδοχείου. 2. έπιπλο ή συνδυασμός επίπλων όπου βάζουν ή και σερβίρουν τα ποτά: ~ στο σαλόνι / στο γραφείο. Έχει μετατρέψει σε ~ ένα ράφι της βιβλιοθήκης του. μπαράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. bar ή μέσω του γαλλ. bar]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρ 2 το : μονάδα για τη μέτρηση της πίεσης, ιδίως της ατμοσφαιρικής, που ισούται με ένα εκατομμύριο δύνες ανά τετραγωνικό εκατοστό.

[λόγ. < διεθ. bar < αρχ. βάρος]

[Λεξικό Κριαρά]
μπάρα η,
βλ. αμπάρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάρα 1 η [bára] Ο25α : 1. γενική ονομασία για κάθε μακρύ κυλινδρικό αντικείμενο, συνήθ. μεταλλικό: H ~ του μονόζυγου. Οι δύο μπάρες του δίζυγου. H ~ που συνδέει το τιμόνι με τους τροχούς του αυτοκινήτου. 2. (τυπ.) κάθετη ή πλάγια γραμμή που χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό: Mονή / διπλή ~. 3. μακρόστενη σανίδα σε μπαρ όπου οι πελάτες ακουμπούν τα ποτά τους.

[μσν. μπάρα < ιταλ. barra]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάρα 2 η : (λαϊκότρ.) λάκκος γεμάτος με νερό.

[σλαβ. bara]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαράγκα η [baráŋga] Ο25 : (λαϊκότρ.) παράγκα.

[ιταλ. baracca με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαράζ το [baráz] Ο (άκλ.) : σειρά από όμοιες ενέργειες που διαδέχονται η μία την άλλη: ~ απεργιών / ανατιμήσεων / απολύσεων. ~ πυρός, το φράγμα πυρός. || (ως επίθ.): Aγώνας ~, αθλητικός αγώνας μεταξύ ομάδων που συνήθ. ισοψηφούν, ο οποίος γίνεται για την πρόκριση σε άλλη διοργάνωση ή την αλλαγή κατηγορίας: Aγώνας ~ για την παραμονή στην πρώτη εθνική.

[λόγ. < γαλλ. barrage]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαράκα η.
  • Ξύλινο σπιτάκι, παράπηγμα:
    • από … ανάγκην εκάμαμεν μπαράκες, ως εμπορέσαμεν, διά ολίγην μας σκέπην (Ιερόθ. Αββ. 337). [<βεν. baraca. Τ. ‑γκα σήμ. ιδιωμ. και παράγκα κοιν. Η λ. στο Meursius]
[Λεξικό Κριαρά]
Μπαραμπουράδες οι.
  • Ονομασία αιθιοπικού φύλου εγκατεστημένου στην Αίγυπτο (πιθ. πρόκ. για τους Νουβούς ή Βερβερίνους):
    • από τούτους (ενν. τους Βλέμμυες) ευρίσκονται την σήμερον πολλοί εις το Μισίρι και τους λέγουν Μπαραμπουράδες (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 79).

[<αραβ. Barābira (πληθ. του Barbari)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαράτ, άκλ.
  • Δόλος, απάτη:
    • (Ασσίζ. 3441‑2).

[<μεσν. γαλλ. barate]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες