Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαούλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαούλο το [baúlo] Ο39 : μεγάλο κιβώτιο, συνήθ. ξύλινο ή μεταλλικό, με την πάνω πλευρά διαμορφωμένη σε κάλυμμα στερεωμένο με μεντεσέδες, που χρησιμοποιείται στα σπίτια για φύλαξη ρούχων, κουβερτών κτλ.: Φτιάχνω τα μπαούλα μου, τακτοποιώ σ΄ αυτά τα πράγματά μου συνήθ. για να ταξιδέψω. || Είναι / έγινε σαν ~, για πολύ χοντρό άνθρωπο. ΦΡ κάνω κπ. ~ στο ξύλο, τον δέρνω πολύ. μπαουλάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. (νότ. διάλ.) baullo ή βεν. baul -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαουλοντίβανο το [baulodívano] Ο41 : ντιβάνι ή καναπές κατασκευασμένα έτσι, ώστε το κάτω τμήμα τους να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μπαούλο.

[μπαούλ(ο) -ο- + ντιβάν(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες