Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαξίσι το [baksísi] & μπαχτσίσι το [baxtsísi] Ο44 : (λαϊκότρ.) φιλοδώρη μα που δίνει κάποιος για εξυπηρέτηση: Έδωσε ένα γερό ~ στον υπάλλη λο και η υπόθεσή του τακτοποιήθηκε αμέσως.
[τουρκ. bahşiş (από τα περσ.) -ι με ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] · ανάπτ. [t] ανάμεσα σε δύο σύμφ. για διευκόλυνση της άρθρ.]