Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπανιερό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπανιερό το [baneró] Ο38 : (παρωχ.) το μαγιό.

[μπάνι(ο) -ερό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες