Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπόγερος ο [babójeros] Ο20 θηλ. μπαμπόγρια [babóγria] Ο27α : (προφ., μειωτ.) για πολύ γέρο, συνήθ. γκρινιάρη ή άσχημο άνθρωπο.
[μσν. μπαμπόγερος αναλ. προς το *μπαμπόγρια κατά τα γριά - γέρος· μσν. *μπαμπόγρια (πρβ. το αρσ.) < μπάμπ(ω) -ο- + γριά]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαμπόγερος ο· μπομπόγερος.
-
- Ο πολύ (συν. άσχημος) γέρος· (υβριστ.):
- Μπομπόγερε δειλιάρη (Διγ. O 2797).
[<ουσ. μπάμπω + γέρος πιθ. αναλογ. προς το ουσ. μπαμπόγρια· πβ. και ποντ. μωμό‑ (Παπαδ.). Τ. πα‑, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ο πολύ (συν. άσχημος) γέρος· (υβριστ.):