Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπούλας ο [babúlas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : 1. φανταστικό ον με το οποίο φοβίζουν τα παιδιά: Ο ~, ο κακός λύκος κι όλα αυτά, που γέμιζαν με φόβο την παιδική ψυχή, ανήκουν πια στο παρελθόν. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο που προκαλεί φόβο: Kαθηγητής που θέλει να παριστάνει τον μπαμπούλα της τάξης. β. για κάθε κίνδυνο συνήθ. μεγαλοποιημένο: Επέβαλε τη δικτατορία του επισείοντας τον κομμουνιστικό μπαμπούλα.
[μσν. μπαμπούλας, λ. νηπιακή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάμπουλας ο· μπούμπουλας.
-
- Σκαθάρι·
- (εδώ σε προσωποπ.):
- οι μπαμπούλοι … εφαντάσθησαν έναν δόλον (Μπερτολδίνος 114).
- (εδώ σε προσωποπ.):
[λ. ηχοπ.· πβ. αρχ. ουσ. βομβυλιός και σημερ. βάβουλας (ΙΛ, λ. βαβούλα (I)), μπάμπουρας και μπούμπουρας]
- Σκαθάρι·
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαμπούλας ο.
-
- Φανταστικός δαίμονας, φόβητρο για μικρά παιδιά·
- (εδώ παιγνιωδώς) όν. ανύπαρκτου μήνα:
- (Σπανός D 1820).
- (εδώ παιγνιωδώς) όν. ανύπαρκτου μήνα:
[<ουσ. *μπουμπούλας με ανομοίωση. Πβ. και μπούλα. Η λ. και σήμ.]
- Φανταστικός δαίμονας, φόβητρο για μικρά παιδιά·