Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπού το [babú] Ο (άκλ.) : τροπικό δέντρο με ινώδη και κοίλο κορμό ο οποίος διακόπτεται από γόνατα: Έπιπλα / μπαστούνι από ~. || (ως επίθ.): Έπιπλα ~.
[λόγ. < γαλλ. bambou (από γλ. της Μαλαισίας)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπουίνος ο [babuínos] Ο18 : ονομασία διάφορων ειδών πιθήκων.
[ιταλ. babbuino < γαλλ. babouin]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαμπουίνος ο.
-
- 1) Είδος πιθήκου, μπαμπουίνος:
- (Μπερτόλδος 83).
- 2)
- α) Προκ. για άνθρωπο τρελό, ανόητο:
- αυτές οι γυναίκες σε έβγαλαν διά ένα μπαμπουίνον και … σου έκαμαν ετούτην την ζουρλήν ζήτην (Μπερτόλδος 35)·
- β) προκ. για γελωτοποιό:
- μπαμπουίνοι της αυλής (Μπερτολδίνος 116).
- α) Προκ. για άνθρωπο τρελό, ανόητο:
[<ιταλ. bab(b)uino. Η λ. και σήμ.]
- 1) Είδος πιθήκου, μπαμπουίνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπούλας ο [babúlas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : 1. φανταστικό ον με το οποίο φοβίζουν τα παιδιά: Ο ~, ο κακός λύκος κι όλα αυτά, που γέμιζαν με φόβο την παιδική ψυχή, ανήκουν πια στο παρελθόν. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο που προκαλεί φόβο: Kαθηγητής που θέλει να παριστάνει τον μπαμπούλα της τάξης. β. για κάθε κίνδυνο συνήθ. μεγαλοποιημένο: Επέβαλε τη δικτατορία του επισείοντας τον κομμουνιστικό μπαμπούλα.
[μσν. μπαμπούλας, λ. νηπιακή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάμπουλας ο· μπούμπουλας.
-
- Σκαθάρι·
- (εδώ σε προσωποπ.):
- οι μπαμπούλοι … εφαντάσθησαν έναν δόλον (Μπερτολδίνος 114).
- (εδώ σε προσωποπ.):
[λ. ηχοπ.· πβ. αρχ. ουσ. βομβυλιός και σημερ. βάβουλας (ΙΛ, λ. βαβούλα (I)), μπάμπουρας και μπούμπουρας]
- Σκαθάρι·
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαμπούλας ο.
-
- Φανταστικός δαίμονας, φόβητρο για μικρά παιδιά·
- (εδώ παιγνιωδώς) όν. ανύπαρκτου μήνα:
- (Σπανός D 1820).
- (εδώ παιγνιωδώς) όν. ανύπαρκτου μήνα:
[<ουσ. *μπουμπούλας με ανομοίωση. Πβ. και μπούλα. Η λ. και σήμ.]
- Φανταστικός δαίμονας, φόβητρο για μικρά παιδιά·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπουλώνω [babulóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) τυλίγω με κάλυμμα, συνήθ. μαντίλα, κασκόλ κτλ., το κεφάλι ή και μέρος του προσώπου, συνήθ. για να προφυλαχτώ από το κρύο: Έτσι μπαμπουλωμένη που κυκλοφορείς δεν μπόρεσα να σε γνωρίσω.
[μπαμπούλ(ας) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάμπουρας ο [báburas] Ο5 : (οικ.) γενική ονομασία για διάφορα σκαθάρια.
[μσν. μπάμπουλας (ηχομιμ.), πρβ. αρχ. βομβυλιός (ηχομιμ., προφ. [bomb] )]