Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπουίνος ο [babuínos] Ο18 : ονομασία διάφορων ειδών πιθήκων.
[ιταλ. babbuino < γαλλ. babouin]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαμπουίνος ο.
-
- 1) Είδος πιθήκου, μπαμπουίνος:
- (Μπερτόλδος 83).
- 2)
- α) Προκ. για άνθρωπο τρελό, ανόητο:
- αυτές οι γυναίκες σε έβγαλαν διά ένα μπαμπουίνον και … σου έκαμαν ετούτην την ζουρλήν ζήτην (Μπερτόλδος 35)·
- β) προκ. για γελωτοποιό:
- μπαμπουίνοι της αυλής (Μπερτολδίνος 116).
- α) Προκ. για άνθρωπο τρελό, ανόητο:
[<ιταλ. bab(b)uino. Η λ. και σήμ.]
- 1) Είδος πιθήκου, μπαμπουίνος: