Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπεσιά η [babesxá] Ο24 : 1. πράξη που χαρακτηρίζεται από δολιότητα ή πονηριά: Tον έπιασαν / τον σκότωσαν με ~. 2. η ιδιότητα του μπαμπέση.
[μπαμπέσ(ης) -ιά]