Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαμ
24 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαμ [bám] (άκλ.) : (προφ.) ηχομιμητική λέξη για δυνατό και κοφτό θόρυβο: H πόρτα έκανε ~, κλείνοντας με δύναμη. Έκανε ~ το μπαλόνι, έσκασε. Kάνει ~ το πιστόλι / το τουφέκι, εκπυρσοκροτεί. ~ μπουμ, για πολλούς πυροβολισμούς, μάχη ή πόλεμο. ΦΡ κάνω ~, προκαλώ εντύπωση συνήθ. καλή: Kάνει ~ από μακριά. || (ως ουσ.): Aν αρχίσει το ~ μπουμ, κανείς δεν πρόκειται να γλιτώσει.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάμια η [bámna] Ο25α : ποώδες μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη, του οποίου ο καρπός έχει χνουδωτή επιφάνεια, κωνικό σχήμα με ραβδώσεις κατά μήκος και τρώγεται μαγειρεμένος ως λαχανικό: Kαλλιεργώ μπάμιες. || ο καρπός της μπάμιας: Kαθαρίζω / μαγειρεύω τις μπάμιες. Tρώω μπάμιες γιαχνί / με κοτόπουλο.

[τουρκ. bamya (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάμιας ο [bámnas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι νωθρός, δεν παίρνει πρωτοβουλίες και γενικά θεωρείται ανόητος: Ήθελα να ΄ξερα πού τον βρήκε αυτό τον μπάμια η κόρη μου και τον παντρεύτηκε.

[μπάμι(α) -ας]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαμπακερός, επίθ.,
βλ. βαμβακερός.
[Λεξικό Κριαρά]
μπαμπακεροφάδιαστος, επίθ.
  • Υφασμένος με βαμβακερό υφάδι:
    • φουστάνι μπαμπακεροφάδιαστο (Βαρούχ. 1348 (έκδ. παπα)).

[<επίθ. μπαμπακερός + 'φαδιάζω (βλ. υφαδιάζω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαμπακιάζω [babakázo] Ρ2.1α μππ. μπαμπακιασμένος : (λογοτ.) γίνομαι άσπρος ή χνουδωτός σαν βαμβάκι.

[μπαμπάκ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαμπαλής ο [babalís] Ο8 : (προφ., μειωτ.) για γέρο.

[ίσως αρχ. παμπάλαιον `πολύ παλιό΄ > *πάμπαλ(ον) -ής (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαμπάς 1 ο [babás] Ο1 : (οικ.) ο πατέρας: Θα δώσεις στον μπαμπά σου αυτό το δέμα και θα πεις ότι είναι από το θείο Nίκο. (έκφρ.) είναι παιδί* του μπαμπά (του) ή είναι παιδί* της μαμάς και του μπαμπά. || (ως προσφώνηση): Έλα, μπαμπά, κάθισε. μπαμπάκας ο YΠΟKΟΡ. μπαμπακούλης ο YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. baba -ς· μπαμπ(άς) -άκας· μπαμπάκ(ας) -ούλης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαμπάς 2 ο : ατομικό γλύκισμα από μαλακή αφράτη ζύμη, η οποία, αφού ψηθεί σε ειδική φόρμα, περιχύνεται με σιρόπι και γαρνίρεται με σαντιγί· || το σαβαρέν. μπαμπαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[γαλλ. baba ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαμπάς 3 ο : (λαϊκότρ.) α. ονομασία κατακόρυφων στηριγμάτων σε ξύλινη στέγη ή σε ιστιοφόρο πλοίο. β. χοντρός σιδερένιος πάσσαλος μπηγμένος στην προκυμαία για να δένουν τα πλοία.

[τουρκ. baba ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες