Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλώνω [balóno] -ομαι Ρ1 : 1. επιδιορθώνω το φθαρμένο τμήμα ενός πράγματος, ιδίως ρούχου ή παπουτσιού, ράβοντας ή κολλώντας στη θέση του ένα άλλο κομμάτι, από ίδιο ή παρόμοιο υλικό: ~ το τρύπιο παντελόνι. Σακάκι μπαλωμένο στους αγκώνες. ΠAΡ Παπούτσι* από τον τόπο σου κι ας είν΄ και μπαλωμένο. || (επέκτ.) επιδιορθώνω κτ. ράβοντάς το: ~ τις κάλτσες. 2. (μτφ.) α. τακτοποιώ ή δικαιολογώ πρόχειρα κτ. όχι σωστό: ~ μια κατάσταση. ΦΡ τα ~: Είναι έξυπνος και θα τα μπαλώσει. β. (οικ., παθ.) αποκτώ κτ. καλύπτοντας έτσι μια έλλειψη: Mπαλώθηκες πάλι με το μπουφάν που σου χάρισαν.

[μσν. μπαλώνω < *εμπαλώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐμβάλλ(ω) `ρίχνω μέσα, βάζω στη θέση του, μπολιάζω΄ (προφ. [mb] ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλώνω· εμπαλώνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Επιδιορθώνω φθαρμένο ρούχο ράβοντας επάνω κομμάτι ύφασμα· (με σύστ. αντικ.):
      • εμπάλωσες το ρούχον σου μετά λινόν πανίτσιν (Πουλολ. 181
      • μπαλώνει μπάλωμα από πανί καινούργιον (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. β́ 21).
    • 2) Επισκευάζω:
      • τις πύργους … τις εμπαλώσανε με έξοδο του γαρδενάλε (Χρον. σουλτ. 854).
  • IΙ. (Μέσ.· συνεκδ.) φορώ ρούχα μπαλωμένα:
    • ποτέ υποκάμισον καλόν δεν εφόρεσεν, αλλά πάντοτε μπαλωμένος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 292).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει μπαλώματα:
    • το φουστάνιν … παλαιόν, εμπαλωμένον (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. III 54).

[<*εμβαλλώ ‑ώνω <αρχ. εμβάλλω. Ο τ. τον 8.-9. αι. (‑ώ (νω)· απ. στη μτχ. παθητ. παρκ., LBG, λ. εμπαλόομαι). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες